-
1 καταῤ-ῥῑνέω
καταῤ-ῥῑνέω, aus-, zerfeilen, übertr. wie bei uns von der Rede, ἀστεῖόν τι καὶ κατεῤῥινημένον λέγειν Ar. Ran. 901, geistreich u. sein ausgefeilt; nach Phryn. in B. A. 9, 3 τὸ οὕτω λεπτῶς καὶ ἄκρως διειργασμένον ὡς μηδὲ διαιρεῖσϑαι ἐπιτήδειον εἶναι. Bei Aesch. Suppl. 728, βραχίον' εὖ κατεῤῥινημένους, soll es »abgehärtet« heißen, dah. Wellauer κατεῤῥινωμένους vermuthet.
-
2 καταρρινάω
A file down, make thin, ap. Stob.4.37.16: metaph., κατερρινημένον τι λέγειν polished, elegant, Ar.Ra. 901; of men, βραχίον' εὖ κατερρινημένους, i. e. having had all superfluous flesh worked off, A. Supp. 747 ( κατερρινωμένους covered with shields, Wellauer; cf. [full] κατερρινωμένον· καταπεπυκασμένον, καταδεδερματωμένον, Hsch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταρρινάω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий